Ποντικός

Ποντικός
Ποντικός, ή, όν,
A from Pontus, Pontic, Π. (sc. δένδρεον), τό, perh. Prunus Padus, Hdt.4.23;

τάριχος Π. Cratin.40

, cf. Gal.6.563; Π. μῦς a kind of weasel, Arist.HA600b13, 632b9; Π. ῥίζα, = γλυκύρριζα, Dsc.3.5;

Π. κάρυον

hazel-nut,

Gal.6.355

, cf. PCair.Zen.702.22 (iii B.C.); ῥέον Π. rhubarb, Julianus Alex. ap. Alex.Trall.12.
II Ποντικός (sc. μήν), , name of month at Gortyn, GDI5031 (Riv.Fil. 58.475).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ποντικός — from Pontus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντικός — from Pontus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ …   Dictionary of Greek

  • ποντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόντο (θάλασσα), ο θαλασσινός. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή του Πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ποντικά — Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντικά — ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποντικόν — Ποντικός from Pontus masc acc sg Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντικόν — ποντικός from Pontus masc acc sg ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”